- μανσόν
- τογούνινο περίβλημα που χρησιμεύει ως κάλυμμα τού κάτω μέρους τών χεριών τών γυναικών. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. manchon (< manch «μανίκι»)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Μάνσον, Τσάρλι — (Charlie Manson, Σινσινάτι, Οχάιο 1934 –). Αμερικανός διαβόητος εγκληματίας. Γιος ανήλικης μητέρας, η οποία αντιμετώπιζε προβλήματα με τον νόμο, ο Τσάρλι μεγάλωσε σε περιβάλλον που τον ώθησε στην παρανομία και την εγκληματικότητα. Χωρίς κανένα… … Dictionary of Greek
γούνα — Δέρμα μαστοφόρου που το τρίχωμά του γίνεται αντικείμενο επεξεργασίας με σκοπό να χρησιμοποιηθεί ως ένδυμα καθώς και για φοδράρισμα ή στόλισμα ενδυμάτων. Η γ. είναι συνήθως πιο σκούρα στην πλάτη παρά στα πλευρά ή στην κοιλιά του ζώου. Συνήθως στις … Dictionary of Greek
περιχειρίδα — η, Ν 1. το γύρω από τα άκρα τών χεριών μέρος τής ενδυμασίας ή τής πανοπλίας 2. το μανσόν της γυναικείας χειμερινής ενδυμασίας 3. το γάντι. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + χείρ, χειρός + επίθημα ίδα, απόδοση στην Ελληνική του γαλλ. manchon. Η λ.… … Dictionary of Greek